κεκροπίδα — η (Α κεκροπίς) νεοελλ. είδος πτηνού αρχ. αυτή που ανήκει στον Κέκροπα («Κεκροπὶς φυλή», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Κεκρόπιος] … Dictionary of Greek
Κεκροπίδας — Κεκροπίδᾱς , Κέκροψ Cecropian masc acc pl Κεκροπίδᾱς , Κέκροψ Cecropian masc nom sg (epic doric aeolic) Κεκροπίδᾱς , Κεκροπίδαι Cecropian masc acc pl Κεκροπίς Cecropian fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεκροπιδάων — Κεκροπιδά̱ων , Κέκροψ Cecropian masc gen pl (epic aeolic) Κεκροπιδά̱ων , Κεκροπίδαι Cecropian masc gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαιδαλίδες — Αρχαίος δήμος της Αττικής, από τους μικρούς, που ανήκε στην Κεκροπίδα φυλή. Περιλάμβανε τη σημερινή περιοχή ανάμεσα στο Πεδίο του Άρεως και στα Τουρκοβούνια. Ονομάστηκε έτσι από τον μυθικό Δαίδαλο που, όταν σκότωσε από αντιζηλία τον μαθητή του… … Dictionary of Greek
Επικείδαι ή Επιεικίδαι — Αρχαίος δήμος της Αττικής. Ανήκε στην Κεκροπίδα φυλή, ωστόσο, η θέση του αγνοείται. Μερικοί τον τοποθετούν στην περιοχή της Κηφισιάς, ενώ άλλοι στη Γλυφάδα … Dictionary of Greek
Κεκροπίδαι — Κέκροψ Cecropian masc nom/voc pl Κεκροπίδᾱͅ , Κέκροψ Cecropian masc dat sg (doric aeolic) Κεκροπίδαι Cecropian masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)